φιλότεκνος

φιλότεκνος
-η, -ο / φιλότεκνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά τα παιδιά του
νεοελλ.
αυτός που επιθυμεί να αποκτήσει παιδιά
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλότεκνον
η φιλοτεκνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. μισό-τεκνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλότεκνος — loving one s children masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλότεκνος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει τα παιδιά του. 2. αυτός που επιθυμεί να αποκτήσει παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοτεκνότατον — φιλότεκνος loving one s children masc acc superl sg φιλότεκνος loving one s children neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλότεκνον — φιλότεκνος loving one s children masc/fem acc sg φιλότεκνος loving one s children neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτεκνότατε — φιλότεκνος loving one s children masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτεκνότατος — φιλότεκνος loving one s children masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτεκνότεραι — φιλότεκνος loving one s children fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτέκνοις — φιλότεκνος loving one s children masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτέκνου — φιλότεκνος loving one s children masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτέκνους — φιλότεκνος loving one s children masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”